- δαιδάλεος
- -α, -ο (Α δαιδάλεος, -α, -ον και δαιδάλεος, -ον)ο δουλεμένος περίτεχνα (α. «στέκουν τα πρόβατα οπού το μάτι για δαιδάλεα τα παίρνει από μακριά», Σολωμ.β. «διὰ μὲν ἄρ' ζωστῆρος ἐλήλατο δαιδαλέοιο», Ιλιάδ.)αρχ.1. (για ζώα) ποικιλόχρωμος, κατάστικτος2. (για τεχνίτες) επινοητικὸς, επιδέξιος.[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος ονοματικός τ. του δαίδαλος* με επίθημα -αλεος* (πρβλ. αμυγδάλεος, υάλεος κ.ά.), που πιθ. σχηματίστηκε για μετρικούς λόγους].
Dictionary of Greek. 2013.